- αυθαδόστομος
- -η, -ο (Α αὐθαδόστομος, -ον)αυτός που μιλά με αυθάδεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αὐθαδόστομον — αὐθᾱδόστομον , αὐθαδόστομος presumptuous of speech masc/fem acc sg αὐθᾱδόστομον , αὐθαδόστομος presumptuous of speech neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυθάδης — ες (AM αὐθάδης, ες) θρασύς αρχ. 1. υπεροπτικός, αλαζονικός 2. (για ζώα) επιθετικός, βίαιος 3. (για πράγματα) άκαμπτος, σκληρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αυτο Fάδης (με αττική συναίρεση κατά το αττικό πρότυπο της κράσεως οα > ᾱ) < αυτός + Faδ , αδείν… … Dictionary of Greek
στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το … Dictionary of Greek
αὐθαδοστόμους — αὐθᾱδοστόμους , αὐθαδόστομος presumptuous of speech masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)